εγκαταβάλλω

εγκαταβάλλω
ἐγκαταβάλλω (AM)
ρίχνω μέσα σε κάτι
μσν.
(για χρήματα) καταβάλλω, πληρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προεγκαταβάλλω — Α εγκαταβάλλω* προηγουμένως («προεγκαταβάλλω τοὺς θεμέλιους», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκαταβάλλω «ρίχνω μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”